- λογογραφεύς
- λογογρᾰφ-εύς, έως, ὁ,A = λογογράφος 11, D.H.Din.11 codd. (-γράφῳ Sauppe).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογογραφεύς — λογογραφεύς, ὁ (Α) ο επαγγελματίας λογογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + γραφεύς (< γραφή)] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογογραφεῖ — λογογραφέω to be a pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) λογογραφέω to be a pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) λογογραφεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφῇ — λογογραφέω to be a pres subj mp 2nd sg λογογραφέω to be a pres ind mp 2nd sg λογογραφέω to be a pres subj act 3rd sg λογογραφῆι , λογογραφεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)